κενεῶνες

κενεῶνες
κενεών
hollow between ribs and hip
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κενεών — κενεών, ῶνος, ὁ (ΑΜ) κοιλότητα ή οπή («κενεὼν ἀρούρης», Ευστάθ.) αρχ. 1. το κοίλωμα μεταξύ τών πλευρών και τού ισχίου τών μεγάλων ζώων, οι λαγόνες 2. κενό διάστημα μέσα σε πλήθος («γενομένου διαστήματος ἦλθε κατά μέσον τον κενεῶνα», ΠΔ) 3. φρ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”